ίσια

ίσια
επίρρ.
1) прямо;

τράβα ίσια — иди прямо;

2) прямо, непосредственно;

πήγαινε ίσια στον διευθυντή — обратись прямо к директору;

3) ровно, точно, поровну;

μοίρασα ίσια την περιουσία μου — я разделил своё имущество поровну;

4) равным образом; одинаково;

σ' αγαπώ ίσια με τον αδελφό μου — я люблю тебя, как брата;

§ ίσια - ίσια а) как раз, в точности, точь-в-точь;

είμαστε ίσια κι' ίσια — мы расквитались, расплатились, мы квиты; — б) как сказать, кто его знает;

τα φέρνω ίσιαίσια — еле-еле сводить концы с концами;

τραβώ ίσια — а) на-

правляться прямо; б) приступать прямо к делу;

ίσια με... — величиной с...


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ίσια" в других словарях:

  • ίσια — και ίσα επίρρ. τροπ. 1. εξίσου, όμοια: Μοίρασε ίσια την περιουσία του στα παιδιά του. – Αγαπά ίσια όλους τους μαθητές του. 2. κατευθείαν: Τράβηξαν ίσια στο σπίτι του πατέρα τους. 3. μτφ., στο σωστό δρόμο: Προχώρα ίσιακαι μη φοβάσαι τίποτε. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἰσία — Ἰσίᾱ , Ἰσίης masc nom/voc/acc dual Ἰσίᾱ , Ἰσίης masc voc sg (attic) Ἰσίᾱ , Ἰσίης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισία — ἰσία, ἡ (Α) [ίσος] ισότητα …   Dictionary of Greek

  • Ἰσίᾳ — Ἰσίᾱͅ , Ἰσίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίσια — επίρρ. βλ. ίσιος …   Dictionary of Greek

  • Ἴσια — Ἰσίης masc voc sg Ἰσίης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσια — ἴσιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσίας — Ἰσίᾱς , Ἰσίης masc acc pl Ἰσίᾱς , Ἰσίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσίαν — Ἰσίᾱν , Ἰσίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδιάνοι — (Indians). Οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Αμερικής, πριν φτάσουν εκεί οι Ευρωπαίοι. Οι Ισπανοί τούς είχαν ονομάσει Indios (Ινδούς) και οι Άγγλοι Indians (Ινδούς), λόγω της εσφαλμένης αντίληψης του Κολόμβου ότι είχε φτάσει στις Ινδίες. Ωστόσο, όλοι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»